καλοταιριάζω

καλοταιριάζω
1. (μτβ.) ταιριάζω καλά, συναρμόζω, προσαρμόζω
2. (αμτβ.) προσαρμόζομαι καλά, συνδυάζομαι, εναρμονίζομαι, εφαρμόζω
3. διατελώ σε συμφωνία, σε σύμπνοια με κάποιον
4. απρόσ. καλοταιριάζει
αρμόζει εντελώς, ταιριάζει καλά, συμφωνεί πλήρως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλοταιριάζω — καλοταίριασα και καλοταίριαξα, καλοταιριάστηκα και καλοταιριάχτηκα, καλοταιριασμένος και καλοταιριαγμένος, τα ταιριάζω καλά: Το αντρόγυνο αυτό είναι καλοταιριασμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοταίριασμα — το [καλοταιριάζω] τέλεια εναρμόνιση, συνταίριασμα, ευάρμοστος συνδυασμός …   Dictionary of Greek

  • καλοταίριαστος — και καλοταίριαχτος, η, ο [καλοταιριάζω] αυτός που συνδυάζεται με επιτυχία, που εναρμονίζεται εντελώς, που συμφωνεί τελείως, καλοταιριασμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”