- καλοταιριάζω
- 1. (μτβ.) ταιριάζω καλά, συναρμόζω, προσαρμόζω2. (αμτβ.) προσαρμόζομαι καλά, συνδυάζομαι, εναρμονίζομαι, εφαρμόζω3. διατελώ σε συμφωνία, σε σύμπνοια με κάποιον4. απρόσ. καλοταιριάζειαρμόζει εντελώς, ταιριάζει καλά, συμφωνεί πλήρως.
Dictionary of Greek. 2013.